- φατνίο(ν)
- φατνίο τό1) небольшая кормушка; 2) анат. лунка;
φατνίο(ν)
δοντιού — альвеола
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φατνίο(ν)
δοντιού — альвеолаΝέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φατνίο — το / φατνίον, ΝΜΑ [φάτνη] 1. υποκορ. τ. τού φάτνη 2. ανατ. καθένα από τα κοιλώματα τού οστού τής φατνιακής απόφυσης τής άνω και κάτω γνάθου, τα οποία υποδέχονται τις ρίζες τών δοντιών … Dictionary of Greek
φατνίο — το καθένα από τα κοιλώματα των σαγονιών όπου είναι σφηνωμένα τα δόντια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δοντιά — Όργανα της στοματικής κοιλότητας που ανήκουν στο πεπτικό σύστημα και εκτελούν την τομή και τη σύνθλιψη των στερεών τροφών. Μολονότι τα δ. αποτελούν χαρακτηριστικό στοιχείο των σπονδυλοζώων, μπορεί να ατροφήσουν και σε αυτά τα ζώα, οπότε… … Dictionary of Greek
θηκιόδους — ο η θήκη τού δοντιού, το φατνίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηκίο, υποκορ. τού θήκη (πρβλ. φατνίο) + όδους (< οδούς «δόντι»), πρβλ. κυν όδους, μον όδους] … Dictionary of Greek
θηκόδους — ο 1. αυτός που έχει τα δόντια χωμένα μέσα σε ιδιαίτερο κοίλωμα τού σιαγονικού οστού, στο φατνίο 2. το δόντι που βρίσκεται μέσα στο φατνίο 3. στον πληθ. οι θηκόδοντες η οδοντοστοιχία που αποτελείται από τέτοια δόντια. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ … Dictionary of Greek
γόμφωση — η (AM γόμφωσις) [γομφώ] στερέωση με γόμφους νεοελλ. 1. η άρθρωση τής ρίζας τών δοντιών με το φατνίο 2. μεταλλικό κατασκεύασμα που στερεώνεται στο ποδόστυμα τού πλοίου … Dictionary of Greek
μεσοφατνιακός — ή, ό 1. αυτός που βρίσκεται ανάμεσα στα φατνία 2. φρ. ανατ. «μεσοφατνιακά διαφράγματα» διαφράγματα τα οποία χωρίζουν τα οδοντικά φατνία μεταξύ τους. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + φατνιακός (< φατνίο)] … Dictionary of Greek
μεταφύτευση — Στη γεωργία και στην κηπουρική αφορά την εξαγωγή φυτών, νεαρής κυρίως ηλικίας, από το έδαφος (με τις ρίζες τους και συχνά με σβώλο χώματος), με σκοπό να φυτευθούν σε άλλη θέση, ολοκληρώνοντας εκεί πλέον την ανάπτυξή τους. Συχνά, οι μ. είναι… … Dictionary of Greek
οδοντοκοιλία — η, και οδοντοκοίλωμα, το ανατ. κοίλωμα ή φατνίο όπου σχηματίζεται η ρίζα τού δοντιού. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στον Δ. Α. Μαυροκορδάτο] … Dictionary of Greek
οδοντοπεριόστεο — το ιατρ. ιστός που παρεμβάλλεται ανάμεσα στο φατνίο και στο δόντι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδούς, ὀδόντος + περιόστεο «ινώδες περίβλημα οστού»] … Dictionary of Greek
ολμίσκος — ο (Α ὁλμίσκος) [όλμος] νεοελλ. μικρός όλμος αρχ. 1. η κοίλη σιδερένια υποδοχή στην οποία εισέρχεται η στρόφιγγα τής θύρας προκειμένου να ανοίξει ή να κλείσει («ἐπὶ τῆς κλεισμένης ἢ ἀνοιγομένης θύρας ὁ μὲν κατὰ τοῡ ὁλμίσκου βεβηκὼς στροφεὺς τῷ… … Dictionary of Greek